διακειρω

διακειρω
    διακείρω
    δια-κείρω
    досл. начисто срезывать, перен. уничтожать
    

διακέρσαι ἔπος τινός Hom. — отнестись с презрением к чьим-л. словам;

    τὰ σκευάρια διακεκαρμένος Arph. — лишившийся одежды


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "διακειρω" в других словарях:

  • διακείρω — (Α) [κείρω] 1. διασχίζω, σχίζω, κατακόβω 2. ματαιώνω, μηδενίζω 3. αφαιρώ, αποκόπτω …   Dictionary of Greek

  • διακείρει — διακείρω cut through aor subj act 3rd sg (epic) διακείρω cut through pres ind mp 2nd sg διακείρω cut through pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακέρσαι — διακείρω cut through aor inf act (epic) διακέρσαῑ , διακείρω cut through aor opt act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διέκειρε — διακείρω cut through aor ind act 3rd sg διακείρω cut through imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακεκαρμένῳ — διακείρω cut through perf part mp masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακεῖραι — διακείρω cut through aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακείραντες — διακείρω cut through aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακείροντες — διακείρω cut through pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διέκερσαν — διακείρω cut through aor ind act 3rd pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διέκερσας — διακείρω cut through aor ind act 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διέκερσε — διακείρω cut through aor ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»